Ανεύρυσμα είναι κάθε εντοπισμένη διάταση αρτηρίας, μεγαλύτερη κατά 50% της φυσιολογικής διαμέτρου της ίδιας της αρτηρίας. Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι όταν η διάμετρος αορτής είναι >3cm.
Η αορτή στη ρίζα της ξεκινάει με διάμετρο περίπου 31mm. 32mm είναι περίπου η ανιούσα αορτή. 28 mm είναι η κατιούσα θωρακική αορτή, στο ύψος του αλλήρειου τρίποδα είναι περίπου 25-27mm, 20-23mm υπερνεφρικά και υπονεφρικά η διάμετρος του αγγείου είναι 14-21mm.
Η συχνότητα των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής παγκοσμίως είναι περίπου 3%, με μεγαλύτερη στους λευκούς άνδρες που είναι περίπου 4.2%. Στη χώρα μας η συχνότητα είναι περίπου στο 1%.
Οι παράγοντες κινδύνου του ανευρύσματος είναι το κάπνισμα, η κληρονομικότητα, η ηλικία, η αθηροσκλήρωση, το φύλο, η περιφερική αγγειακή νόσος και η χρόνια αναπνευστική νόσος περιοριστικού τύπου.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η κλινική εικόνα ανευρύσματος κοιλιακής αορτής είναι ασυμπτωματικό και η διάγνωση γίνεται τυχαία (70-75%). Σε μερικές περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να έχει κοιλιακό αίσθημα παλμών ή χρόνιο άτυπο κοιλιακό/οσφυϊκό άλγος. Σε ποσοστό 20-25% μπορεί να έχουμε ρήξη του ανευρύσματος με αιφνίδιο άλγος στην κοιλιά ή στην οσφύ και μπορεί να ακτινοβολεί στους γλουτούς, στις βουβώνες, στο όσχεο, στους όρχεις ή στο σκέλος. Επίσης, το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής μπορεί να εκφραστεί με εικόνα θρομβοεμβολικών συμβαμάτων (κυρίως τα μικρά ανευρύσματα και όταν ο θρόμβος κάνει προεκβολές και οι ταχύτητες είναι μεγάλες) ή με εικόνα πίεσης παρακείμενων δομών (υδρονέφρωση, διάβρωση σπονδύλου, κ.ά.).
Ο απεικονιστικός έλεγχος γίνεται με αξονική τομογραφία ή με μαγνητική τομογραφία με σκοπό να προσδιοριστούν τα ανατομικά χαρακτηριστικά του ανευρύσματος και να πραγματοποιηθεί μορφομετρικός έλεγχος. Σε μερικές περιπτώσεις ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί και σε αγγειογραφικό έλεγχο.
Οι ενδείξεις αντιμετώπισης ενός ανευρύσματος είναι το επώδυνο ανεύρυσμα (κοιλιακό ή οσφυϊκό άλγος), το ατρακτοειδές ανεύρυσμα άνω 5,5 εκ. (επί απουσίας σημαντικής συννοσηρότητας), το σακοειδές ανεύρυσμα, όταν υπάρχει αύξηση διαμέτρου μεγαλύτερη των 8 mm στο έτος και οι επιπλοκές ανευρύσματος (ραγέν ανεύρυσμα).
Οι τρόποι αντιμετώπισης ανευρύσματος κοιλιακής αορτής είναι η ανοιχτή αποκατάσταση και η ενδαγγειακή αντιμετώπιση.
Επιβεβαιωμένη επέμβαση με κλινική επιτυχία τα τελευταία 40 χρόνια και επιβεβαιωμένα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Στα μειονεκτήματα της ανοικτής αποκατάστασης περιλαμβάνονται η ευρεία λαπαροτομία, 30–90 λεπτά αποκλεισμού της αορτής, μεγάλη διάρκεια επέμβασης, διεγχειρητικές επιπλοκές, μετεγχειρητικές επιπλοκές, 1–2 μέρες σε μονάδα εντατικής παρακολούθησης, 7–14 μέρες νοσηλείας, 4–6 εβδομάδες ανάρρωσης, μετεγχειρητικές κήλες (16,2%), κ.ά.
Αντενδείξεις θεωρούνται ο υψηλός κίνδυνος αναισθησίας, η παχυσαρκία, η καρδιολογική συννοσηρότητα και η εχθρική κοιλιά.
Ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, αποφυγή γενικής αναισθησίας εάν είναι απαραίτητο, μειωμένος κίνδυνος περιεγχειρητικού θανάτου, ταχεία ανάρρωση, ταχύτερη σίτιση του ασθενή, μειωμένη μετάγγιση και απώλεια αίματος, μειωμένη παραμονή στο νοσοκομείο και λιγότερες συστηματικές επιπλοκές τις πρώτες 30 ημέρες.
Στις ενδείξεις για ενδαγγειακή αντιμετώπιση συμπεριλαμβάνονται η ομάδα ασθενών «υψηλού» κινδύνου – σοβαρές συστηματικές νόσους με υψηλό περιεγχειρητικό κίνδυνο: καρδιακές νόσους, νεφρικές νόσους, πνευμονικές νόσους, παχυσαρκία, ηλικία: > 80 ετών, υψηλός κίνδυνος αναισθησίας. Έτερη ομάδα ασθενών που αποτελούν απόλυτη ένδειξη για ενδαγγειακή αντιμετώπιση είναι οι ασθενείς με «εχθρική» κοιλιά, αορτικά προβλήματα, φλεγμονώδεις παθήσεις, ουλώδεις εξεργασίες, κακοήθεις νόσους, κ.ά.
Αντενδείξεις θεωρούνται η μορφολογία ανευρύσματος, δηλαδή τα ανατομικά χαρακτηριστικά του κεντρικού αυχένα και τα ανατομικά χαρακτηριστικά των λαγόνιων αρτηριών. Άλλες αντενδείξεις για ενδαγγειακή αντιμετώπιση είναι η κακοήθης παχυσαρκία, η σοβαρή θρομβοφιλία, η ενεργός συστηματική λοίμωξη, η ηλικία κάτω των 18 ετών, η κύηση και γαλουχία, οι νόσοι συνδετικού ιστού, οι αγγειίτιδες κ.ά.
Με σωστή ενημέρωση του ασθενή και έχοντας αποκλείσει όλες τις προαναφερόμενες γενικές αντενδείξεις, τηρώντας όλες τις ανατομικές προϋποθέσεις από την αξονική τομογραφία σχεδιάζουμε το χειρουργικό πλάνο με σκοπό την καλύτερη θεραπευτική επιλογή για ένα άριστο χειρουργικό αποτέλεσμα.