Ορισμός – η αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος εκδηλώνεται ή σαν χρόνιο κλινικό σύνδρομο με στένωση ή απόφραξη της υπονεφρικής αορτής ή/και της λαγονίου αρτηρίας ή σαν οξύ κλινικό σύνδρομο με θρόμβωση ή εμβολική απόφραξη της υπονεφρικής αορτής ή/και της λαγονίου αρτηρίας.
Κλινική εκδήλωση – η οξεία αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος εκδηλώνετε με οξεία ισχαιμία των άκρων ( υποθερμία, άλγος, νευρολογικά ελλείματα π.χ πάρεση). Μετά από 8-10 ώρες ισχαιμίας: κυανωτική χροιά εγκάρσια του ομφαλού και περιφερικότερα. Το 8% παρουσιάζει κοιλιακό άλγος (εντερική ισχαιμία) και το 4% υπερτασική κρίση και οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η χρόνια αποφρακτική αορτολαγόνια νόσος εκδηλώνετε με τα 4 κλινικά στάδια κατά Fontaine, με σεξουαλική δυσλειτουργία 50-80%, με ανικανότητα στο 30-50%.
Ταξινόμηση βλαβών – κατά την TASC II οι βλάβες είναι:
Τύπου A: μονήρης στένωση μικρότερη από 3 cm της κοινής λαγονίου αρτηρίας ή της έξω λαγονίου αρτηρίας (μονόπλευρα/αμφωτερόπλευρα).
Τύπου Β: Μονήρης στένωση μήκους 3 έως 10 cm η σύνολο 2 στενώσεων μικρότερων των 5 cm στην κοινή λαγόνιο και/ή στην έξω λαγόνιο αρτηρία χωρίς να περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία η μονόπλευρη απόφραξη της κοινής λαγονίου.
Τύπου C: Αμφωτερόπλευρη στένωση 5 έως 10 cm της κοινής λαγονίου αρτηρίας και/ή της έξω λαγονίου αρτηρίας, χωρίς να περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία ή μονόπλευρη απόφραξη της έξω λαγονίου αρτηρίας χωρίς να περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία ή μονόπλευρη στένωση της έξω λαγονίου αρτηρίας που περιλαμβάνει την κοινή μηριαία αρτηρία ή αμφωτερόπλευρη απόφραξη της κοινής λαγονίου αρτηρίας.
Τύπου D: Διάχυτες πολλαπλές μονόπλευρες στενώσεις στις κοινές λαγόνιες, στις έξω λαγόνιες αρτηρίες και τις κοινές μηριαίες (συνήθως πάνω από 10 cm), η μονόπλευρη απόφραξη που περιλαμβάνει την κοινή λαγόνιο η την έξω λαγόνιο, η αμφωτερόπλευρες αποφράξεις της έξω λαγόνιες, η διάχυτος νόσος έξω λαγόνιο που περιλαμβάνει την αορτή και τις δύο λαγόνιες αρτηρίες, η στένωση λαγονίου σε ασθενή με ΑΚΑ ή άλλη βλάβη, που χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης.
Επαναγγείωση αορτολαγόνιας νόσου – η ενδαγγειακή μέθοδος είναι η θεραπεία εκλογής για βλάβες τύπου A και προτεινόμενη θεραπεία για βλάβες τύπου B. Η χειρουργική μέθοδος είναι προτεινόμενη για χαμηλού κινδύνου ασθενείς με βλάβες τύπου C και είναι μέθοδος εκλογής για βλάβες τύπου D.
Χειρουργική αντιμετώπιση – μπορεί να γίνει ανατομική αποκατάσταση η εξωανατομική παράκαμψη. Οι ενδείξεις χειρουργικής θεραπείας είναι το άλγος ηρεμίας και τροφικές αλλοιώσεις κάτω άκρου (έλκη, γάγγραινα), η χωλότητα που εμποδίζει την εργασία και την καθημερινότητα του ασθενούς και τα περιφερικά αθηρωματικά έμβολα από κεντρική ελκωτική αθηρωματική πλάκα. Η πιο αποδεχτή τεχνική είναι η αορτοδιμηριαία παράκαμψη. Οι εξωανατομικές παρακάμψεις, με την πιο διαδεδομένη την μασχαλομηριαία παράκαμψη, συνήθως πραγματοποιούνται σε άτομα μεγάλης ηλικίας, σε ασθενείς με κακή γενική κατάσταση (καρδιοαναπνευστικά , μεταβολικά προβλήματα), σε αφιλόξενη κοιλία (προϋπάρχουσες χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα – εχθρική κοιλιά), σε ασθενείς με ακτινοβολίες στην κοιλιακής χώρας ή πυέλου, σε ασθενείς με φλεγμονές κοιλιακής χώρας και μόλυνση παλαιού μοσχεύματος.
Ενδαγγειακή αντιμετώπιση – οι ενδείξεις για αγγειοπλαστική είναι η διαλείπουσα χωλότητα και η κρίσιμη ισχαιμία. Η ενδαγγειακή χειρουργική του αορτολαγόνιου άξονα έχει αποδεκτά μακροχρόνια αποτελέσματα.
Αορτολαγόνιος νόσος και ανικανότητα
Διαταραχή στύσης – επιμένουσα η επαναλαμβανόμενη ανικανότητα για 3 τουλάχιστον μήνες να έχει ικανοποιητική στύση, σε απουσία διαταραχής εκσπερμάτωσης. Το 1923 ο Leriche περιέγραψε την δυσλειτουργία στύσης ως πρώτο σύμπτωμα αορτολαγονίου απόφραξης λόγω μειωμένης ροής στα σηραγγώδη σωμάτια. Η φυσιολογία της στύσης βασίζετε στην διαστολή και την αυξημένη αρτηριακή ροή και μειωμένη η παύση φλεβικής ροής. Στα αίτια διαταραχής της στύσης σε ποσοστό 50% οφείλετε σε στένωση μεγάλων αγγείων, σε διαταραχή των μικρών αγγείων του πέους και σε διαταραχή του μυϊκού μηχανισμού. Επίσης άλλα είναι τα ενδοκρινικά αίτια (προλακτίνομα, μειωμένη τεστοστερόνη), τα ψυχογενή αίτια, ο σακχαρώδης διαβήτης και άλλα.
Παλίνδρομη εκσπερμάτωση – νευρογενής βλάβη, όπου δεν κλείνει ο αυχένας κύστης (έσω σφικτήρας) και το σπέρμα εκτοξεύεται στην κύστη. Ο ασθενείς μπορεί να έχει στύση και οργασμό. Χαρακτηριστικό είναι τα θολά ούρα.
Η στύση θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από το μηχανισμό εκσπερμάτωσης. Η στύση σχετίζεται με αιμάτωση και νεύρωση ενώ η διαταραχή εκσπερμάτωσης με νευρογενή και καταστροφή πλέγματος. Άρα αορτολαγόνιος επέμβαση στοχεύει στην διατήρηση της στυτικής λειτουργίας και της εκσπερματικής λειτουργίας.